κολυμβητηρ

κολυμβητηρ
    κολυμβητήρ
    -ῆρος ὅ водолаз, пловец Aesch.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κολυμβητηρ" в других словарях:

  • κολυμβητήρ — κολυμβητήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κολυμβώ] κολυμβητής* …   Dictionary of Greek

  • κολυμβητῆρος — κολυμβητήρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβητήριο — το ανοιχτός ή κλειστός χώρος, ειδικά διαμορφωμένος για να γίνονται προπονήσεις και αγώνες κολύμβησης και υδατοσφαίρισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολυμβητήρ. Η λ., στον λόγιο τ. κολυμβητήριον, μαρτυρείται από το 1855 στον Γεώργιο Παγώνα] …   Dictionary of Greek

  • κολυμπώ — (AM κολυμπῶ, άω, Α δωρ. τ. κολυμφῶ, Μ και κολυμπῶ και μέσ. κολυμπῶμαι) επιπλέω και μετακινούμαι στο νερό με κατάλληλες κινήσεις τών άκρων («α. είναι 20 χρόνων και δεν ξέρει να κολυμπάει» β. «ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾱν», ΚΔ) νεοελλ. μτφ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»